- μελισσουργικός
- η , όν см. μελισσοκομικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία … Dictionary of Greek
μελισσουργικά — μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσουργικοῖς — μελισσουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσουργική — μελισσουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργικά — μελισσουργικά , μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργικῆς — μελισσουργικῆς , μελισσουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)